«Γιατί όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις.
Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας.» [1]
Γράφει ο Σεφέρης σ’ ένα κείμενο του 1946 που πραγματεύεται την μη διδασκαλία της δημοτικής στην εκπαίδευση. Περιέργως, η έγνοια του για την ελληνική παραμένει επίκαιρη σ’ ένα ολότελα διαφορετικό πλαίσιο που όμως εξακολουθεί ν’ αφορά την ποιότητα της καθομιλουμένης.
Η γλωσσική ένδεια της ελίτ
Ενώ για τον Σεφέρη στην δημοτική εκφράζεται η συνέχεια και η ζωντάνια της ελληνικής γλώσσας διαμέσου των αιώνων έναντι της αποστειρωμένης καθαρεύουσας, στην σημερινή καθομιλουμένη διαπιστώνεται μια αυξανόμενη χρήση αγγλικών όρων ακόμη και από ανθρώπους υψηλού μορφωτικού επιπέδου οι οποίοι θα περίμενε κανείς ότι θα διακρίνονταν όχι απλώς από αρτιότατη εκφραστική ικανότητα, αλλά επίσης από γλωσσική ευαισθησία.
Εν ολίγοις θα περίμενε κανείς όχι μόνο σαφήνεια και καθαρότητα στον προφορικό λόγο, αλλά και καλαισθησία στο ύφος. Μια προσεγμένη κομψότητα στις διατυπώσεις και την αβίαστα ανεπιτήδευτη χρήση ενός πλούσιου λεξιλογίου. Αντιθέτως, πολλοί εξ αυτών υπερασπίζονται την χρήση αγγλικών λέξεων συχνά επικαλούμενοι είτε τις σπουδές ή την εργασία τους στο εξωτερικό είτε την έλλειψη αντίστοιχων ελληνικών όρων. Αρκετοί επίσης, θεωρώντας εαυτούς κοσμοπολίτες, αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού ή με συγκατάβαση ως παρωχημένη την ανησυχία για την ελληνική γλώσσα. Μάλιστα για ορισμένους η ανησυχία για την γλώσσα συνιστά δείγμα πολιτικού συντηρητισμού ή ακόμη χειρότερα απωθητική κινδυνολογία ενός συγκαλυμμένου εθνικισμού.
Φροντίζοντας την γλώσσα
Ωστόσο το γεγονός ότι κανείς έχει σπουδάσει, εργαστεί ή κατοικεί μόνιμα στο εξωτερικό δεν συνεπάγεται αναγκαίως την αποδυνάμωση των ελληνικών του λόγω της παραμονής στην ξένη χώρα. Τουναντίον μπορούν κάλλιστα να εμπλουτιστούν καθώς ενδέχεται να φωτιστούν πτυχές και ανεξερεύνητες εώς τότε εκφραστικές δυνατότητες της ελληνικής συμβάλλοντας στην γλωσσική ευαισθησία και επιμέλεια. Πληθώρα ανθρώπων που διήγαν ένα σημαντικό μέρος του βίου τους στο εξωτερικό ή γεννήθηκαν και μεγάλωσαν δίγλωσσοι διακρίνονται όχι απλώς από την άριστη γνώση της ελληνικής, αλλά κυρίως από το μεράκι τους γι’ αυτήν. Επιπλέον, συνήθως οι άνθρωποι που επικαλούνται τις σπουδές ή την εργασία τους στο εξωτερικό έχουν περάσει σχετικά μικρό χρονικό διάστημα σ’ αυτό και η γνώση της αγγλικής που διαθέτουν συχνά υπολείπεται συγκριτικά με όσους την έχουν ως μητρική γλώσσα.
Γλώσσα και κοσμοπολιτισμός
Όσον αφορά την έλλειψη αντίστοιχων όρων στην ελληνική, αυτό ισχύει μέχρι ενός σημείου στις επιστήμες, όπου όμως αν υπάρχει η βούληση, δύναται να βρει κανείς κατάλληλους ελληνικούς όρους. Δεν απαιτείται πάντοτε πολύς κόπος. Σχετικά με την χρήση αγγλικών όρων στην καθομιλουμένη ως δείγμα κοσμοπολιτισμού μάλλον συνιστά έκφραση ενός αισθήματος μειονεξίας. Ιδίως σε χώρες θύματα της αποικιοκρατίας στον εικοστό αιώνα, όπως η Ινδία, οι τοπικές ελίτ, και όχι μόνο, μετά την εθνική ανεξαρτησία εξακολουθούσαν στην καθημερινότητα να μιλούν την γλώσσα των πρώην κατακτητών τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η πολιτισμική χειραφέτηση παραμένει ζητούμενο.
Θεωρώ λοιπόν ότι ένας γνήσιος κοσμοπολιτισμός προϋποθέτει έναν εύηλιο πατριωτισμό. Δίχως αγάπη για την πατρίδα και γνώση της γλώσσας, της ιστορίας και του πολιτισμού της είναι δύσκολο ν’ αγαπήσει κανείς μια δεύτερη πατρίδα. Ενώ όσοι ισχυρίζονται ότι πατρίδα τους είναι ολόκληρη η οικουμένη μοιάζουν με εκείνους που λένε ότι αγαπούν όλους τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα δεν αγαπούν κανέναν παρά ίσως τον εαυτό τους. Προσωπικά βιώνω τον πατριωτισμό ως ζήτημα απόστασης. Εντός της Ευρώπης νιώθω Έλληνας, αλλά και Γερμανός. Στις ΗΠΑ νιώθω Ευρωπαίος και στην Λατινική Αμερική, Δυτικός. Αν ταξίδευα σ’ έναν εξωγήινο πολιτισμό πατρίδα μου θα ήταν η Γη.
Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας
Τέλος, αν και ο πολιτικός συντηρητισμός χαρακτηρίζεται συνήθως και από ένα ενδιαφέρον για την γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει ότι ισχύει το αντίστροφο. Μπορεί κάλλιστα κανείς να νοιάζεται για την ελληνική γλώσσα ως αριστερός που θέλει ν’ αντισταθεί στον αμερικανικό πολιτισμικό ιμπεριαλισμό ή και ανεξάρτητα από τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η ιδεολογικοποίηση των γλωσσικών ζητημάτων παραγνωρίζει την γλώσσα ως αγωγό κοινωνικών νοημάτων και συστατικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας ρηχαίνοντας την δημόσια σφαίρα. Οι ενστάσεις που προσπάθησα ν’ αντικρούσω αντιλαμβάνονται την γλώσσα ως απλό κωδικό επικοινωνίας ή ως ουδέτερου εργαλείου που δεν χρήζει φροντίδας. Όμως, όπως επισημαίνει ο Ελύτης,
«Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια…είναι ένας φορέας ήθους που, αν δεν τον υπακούσεις, θα τιμωρηθείς».[2]
Η γλώσσα μας δόθηκε ελληνική, αλλά επαφίεται στον καθέναν από εμάς να επωμιστεί την φροντίδα της και την ευθύνη των νοημάτων που φέρει.
***
Θεοφάνης Τάσης (διδάσκει σύγχρονη Φιλοσοφία στο Alpen-Adria Universität.)
http://antikleidi.com/2018/01/16/glosa_eliniki/