«Θυμάμαι πως ήταν δύσκολα τα πράγματα εκείνη την περίοδο
και από οικονομικής άποψης και γενικά η ζωή των ανθρώπων. Ο πατέρας με το θείο μου τον
Νικόλα είχαν πάει στα αλβανικά βουνά για να πολεμήσουν ενάντια στους Ιταλούς, παρασημοφορήθηκαν μάλιστα για την ηρωική τους προσπάθεια.
Κατά την εποχή μάλιστα που βρίσκονταν στο μέτωπο, ένας συγχωριανός
είπε στην συγχωρεμένη τη γιαγιά μου – από την μεριά του πατέρα μου – πως θα
έπαιρναν στον πόλεμο και τον θείο μου τον Κώτσο. Εκείνη, από την στεναχώρια της, μόλις το άκουσε έχασε
τις αισθήσεις της και απεβίωσε. Έστειλαν μαντατοφόρο από το χωριό να πάει στο
μέτωπο να βρει τον πατέρα μου, να του πει πως η μητέρα του έφυγε από τη ζωή κι εκείνος
του το είπε απότομα: ‘‘Ξέρεις κάτι, Στέφανε; Η μάνα σου πέθανε.’’ Τότε εκείνος του
απάντησε νευριασμένος: ‘‘Τι λες μωρέ που πέθανε η μάνα μου’’ και πετάχτηκε απάνω‧ και τότε - το θυμάμαι και ανατριχιάζω -
δύο ιταλικές σφαίρες πέρασαν ξυστά από δίπλα του και μία του τρύπησε το
‘‘σακάκι’’ που φορούσαν οι στρατιώτες.»
Γεροντίδης Ιωάννης Στεφ. & Γεροντίδης Αλκιβιάδης Στεφ.
«Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος σε ηλικία (32
ετών) όταν ξέσπασε ο πόλεμος, γι’ αυτό και ήταν καραβανάς στον στρατό. Πήρε τότε τα
πιο δυνατά βόδια και άλογα από το χωριό του, τη Μεταμόρφωση Κοζάνης, για να μεταφέρει
είδη πρώτης ανάγκης στο μέτωπο. Όταν όμως ήρθε ο Γερμανός
Κατακτητής, μπήκαν οι Γερμαναράδες στο χωριό. Έπαιρναν τότε τα ζώα για τις ανάγκες τους ή τα έσφαζαν. Γκρέμισαν σπίτια, σκοτώθηκε άμαχος πληθυσμός και έκαναν κι άλλες πολλές,
αποτρόπαιες πράξεις. Και να σκεφτούμε ότι
είμαστε το μόνο κράτος που συμμετείχε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν
αποζημιώθηκε για τις καταστροφές που έκαναν αυτοί οι βάρβαροι.»
Τσιτούρας Αθανάσιος Αντων.
Από το μαθητή του Γ1, Γεροντίδη Αλκιβιάδη