Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΝΕΕΣ ΛΕΞΕΙΣ


Κύριε καθηγητά,  συχνά  ακούμε να λέγεται ότι τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά είναι δυο νεκρές γλώσσες. Γιατί λοιπόν να συνεχίσουμε να τις μελετούμε;
«Ομολογώ ότι, εδώ και καιρό, όταν μου απευθύνουν αυτή την ερώτηση, έχω αρχίσει να αντιδρώ έντονα. Όχι για το ερώτημα αυτό καθαυτό, ούτε σε σχέση με όποιον μoυ ζητάει, όπως εσείς, να εκφράσω την άποψή μου, αλλά εναντίον εκείνων που θέτουν το θέμα στα σοβαρά και διερωτώνται αν ακόμη αξίζει τον κόπο να μελετούμε τον αρχαίο ελληνικό και λατινικό πολιτισμό. Ε, λοιπόν, μου έρχεται να τους πω, ούτε λίγο ούτε πολύ: δεν μπορούμε να διαγράψουμε την Ιστορία, σωπάστε πια! Απέναντι σε όποιον θέτει το ερώτημα στα σοβαρά, αντιδρώ άσχημα και του απαντώ: ‟Είσαι επιβλαβής για την πολιτιστική, οικονομική, επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη”. Και θέλω να γίνει σαφές ότι δεν πρόκειται για αντιπαράθεση της ουμανιστικής κουλτούρας – ιδίως της κλασικής – με την επιστημονική. Υπερασπίζομαι σθεναρά την ουσιαστική σημασία και των δύο. Κι ας πάψουμε να θεωρούμε νεκρές γλώσσες τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Αρκεί να πούμε ότι τα λατινικά υπάρχουν σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες και τα αρχαία στα νέα ελληνικά, αλλά αυτό είναι το ελάχιστο. Η ιστορία του πολιτισμού μας, όπως αναπτύχθηκε στο πέρασμα των αιώνων – και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, καταδεικνύει ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μια γλώσσα (μοναδική στον κόσμο απ’ όσο γνωρίζω) που παράγει όχι μόνο χρήσιμες λέξεις αλλά και αποτελεσματική επικοινωνία, ακόμη και αν δεν είναι πλέον ομιλούμενη εδώ και  αιώνες. Αν από ένα αστείο της τύχης υπήρχε στον κόσμο ένας άνθρωπος, που δεν είχε δει ποτέ ένα τηλέφωνο, αλλά γνώριζε την αρχαία ελληνική, όταν του μιλούσαν για το τηλέφωνο, θα καταλάβαινε απόλυτα σε τι αυτό χρησιμεύει και θα ήταν σε θέση να το χρησιμοποιήσει. Έχετε ποτέ σκεφτεί ότι η αρχαία ελληνική, μη ομιλούμενη γλώσσα, κάθε άλλο όμως παρά νεκρή, συνεχίζει να παράγει νέες λέξεις και επιτρέπει να “ονοματοδοτούνται”, κατά τρόπο αρκετά αποτελεσματικό, πράγματα που δεν υπήρχαν όταν αυτή ήταν ομιλούμενη,  όπως για παράδειγμα η ηλεκτροδυναμική ή η φωτογραφία, εκτός από το τηλέφωνο, που είπαμε πιο πάνω; Εν ολίγοις, πιστεύω ότι η λογική επιβάλλει  να αντιστρέψουμε το πρόβλημα. Ανάγκη αποδείξεων δεν έχουν όσοι υπερασπίζονται τη χρησιμότητα της μελέτης και γνώσης της κλασικής κουλτούρας, αλλά όσοι αμφισβητούν τη χρησιμότητά των αρχαίων πολιτισμών και, ενδεχομένως, φθάνουν στο σημείο ακόμη και να την αρνούνται».
Στο γνωστό απόφθεγμα του Κικέρωνα «Ιστορία, δασκάλα της ζωής» θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ένα άλλο, λιγότερο γνωστό, εκείνο του Γκαετάνο Ντε Σάντις (Gaetano De Sanctis)[1]: «Ζωή, δασκάλα της Ιστορίας». Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι οι κλασικοί «επιβιώνουν», αφού δεν πεθαίνει η ανάγκη μας να τους θέτουμε  πάντα νέα και επίκαιρα ερωτήματα;
«Όντας στη διάθεση των ανθρώπων που τους γνωρίζουν και τους ξαναδιαβάζουν, οι “μεγάλοι κλασικοί” (και όχι μόνο οι αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι) δεν είναι ποτέ μόνοι τους. Συνυπάρχουν μαζί με άλλους κλασικούς και με τους σύγχρονους κάθε εποχής. Δεν παραμένουν μυστηριωδώς αιωνόβιοι ούτε καν μοχθούν να επιβιώσουν, απλά συμβιώνουν με τους ανθρώπους όλων των εποχών. Σε αυτό έγκειται το μεγαλείο και η αναγκαιότητά τους: δεν επιβιώνουν, αντίθετα συμβιώνουν με κάθε εποχή. Δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε στον δρόμο, γιατί αργά ή γρήγορα θα μας φθάσουν, με ανοιχτές τις εναλλακτικές λύσεις τους, με τα θέματα της σκέψης τους, από τα οποία ποτέ δεν θα ξεφύγουμε, με τις λέξεις τους που καθημερινά κουβαλάμε στις αποσκευές μας: διασχίζουν τον χρόνο μεταβαλλόμενοι και όχι περαστικοί, μας προσκαλούν να πάρουμε ένα χώρο ελεύθερης, μεγαλειώδους και επίπονης σκέψης,  ανήσυχης και συναρπαστικής, ασφαλούς πηγής προόδου. Σίγουρα δεν είναι μόνο η κλασική παιδεία που έχει αξία (αυτό οπωσδήποτε θα ήταν βαρετό), αλλά και αυτή: ένα βήμα παραπάνω, ένα δυνατό χαρτί να το παίξουμε στο τραπέζι της ζωής, έναν θησαυρό που δεν πρέπει να χάσουμε, έναν πλούτο που μας χαρίστηκε και πρέπει να είμαστε αρκετά υποψιασμένοι, ώστε να επενδύσουμε σε αυτόν. Οφείλουμε να συνεχίσουμε να γνωρίζουμε τους μεγάλους κλασικούς κάθε εποχής, απλά και μόνο επειδή συμβιώνουν μαζί μας, ζούμε από αυτούς και με αυτούς. Μόνο οι πολύ μεγάλοι είναι σε θέση να θέτουν πάντα ερωτήματα και να προκαλούν ερεθίσματα τέτοια, ώστε να σκέφτεται κανείς πάνω στα προβλήματα που θέτουν  αυτά τα ερωτήματα».
Το ελληνο-ρωμαϊκό σύμπαν αποτελεί σίγουρα έναν από τους βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού μας. Σήμερα η ευρωπαϊκή κοινωνία εξελίσσεται, γίνεται μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Σε αυτό το νέο σενάριο πιστεύετε ότι οι κλασικοί (Έλληνες και Λατίνοι) θα εξακολουθήσουν να «μιλούν» στις μελλοντικές γενιές; Και, αν ναι,  με ποιο τρόπο οι «ειδικοί» θα τους βοηθήσουν, ώστε να θεωρούνται ακόμη «συνομιλητές»;
«Απλά συνεχίζοντας να τους μελετούν, αναζητώντας αδιάκοπα τον καλύτερο τρόπο να τους εξηγούν και να τους κάνουν κατανοητούς. Δεν είναι αλήθεια ότι οι μεγάλοι κλασικοί έχουν λύσει τα σημαντικότερα προβλήματα της ανθρωπότητας (το κοινότοπο “τα έχουν πει όλα” είναι μια επιφανειακή και επικίνδυνη ανοησία), αφού άλλωστε τα βασικά προβλήματα του ανθρώπου δεν πρόκειται ποτέ να επιλυθούν μια για πάντα. Οι μεγάλοι κλασικοί έθεσαν ουσιαστικά και αναπόφευκτα ζητήματα, τα οποία μας οδηγούν επαγωγικά να αναστοχαζόμαστε σε κάθε εποχή. Ζητήματα όπως η σχέση ανάμεσα στους θείους νόμους, αιώνιους και άγραφους, και τους ανθρώπινους, γραπτούς και ιστορικούς, που τέθηκαν από την Αντιγόνη, δεν πρόκειται ποτέ να “επιλυθούν”. Κάθε φορά θα αντιμετωπίζονται,  θα εξετάζονται, θα εμβαθύνονται  και ο Σοφοκλής θα είναι πάντα εκεί, για να τα προτείνει με αδήριτη δύναμη. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν εύκολα να πολλαπλασιαστούν, ο καθένας τα συναντά στη ζωή του, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί. Σκεφτείτε τις διάφορες ερμηνείες και παραστάσεις των μεγάλων τραγικών, που έχουν δοθεί στη διάρκεια των αιώνων: τις περισσότερες φορές προκαλούν γκρίνια για προδοσία του πρωτότυπου, αλλά κάνουν λάθος οι πιστοί στο αυθεντικό (puristi) να ενοχλούνται, να σκανδαλίζονται και να ταμπουρώνονται. Οι μεγάλοι κλασικοί πρέπει διαρκώς να προδίδονται, ώστε να ανακρίνονται και να απαντούν σε κάθε εποχή και σε κάθε άνθρωπο, να παίρνουν διαφορετικές  όψεις και να προκαλούν προβληματισμό. Μόνο ένας μεγάλος κλασικός συχνά προδίδεται και συνεχίζει να συνομιλεί: από κανενός το μυαλό δεν περνά να “προδώσει”, και μάλιστα κατ’ επανάληψη στη διάρκεια των αιώνων, ένα μέτριο έργο, ασήμαντης επιρροής. Ας αναλογιστούμε αυτό: η μοντέρνα και σύγχρονη ρατσιστική ρητορική προέρχεται κυρίως από έναν ανομολόγητο φόβο, που δημιουργείται από άγνοια ή και βλακεία, η οποία μπορεί, με τη σειρά της, να σημαίνει ανικανότητα να χρησιμοποιήσει κάποιος τον πολιτισμό που κατέχει. Το να γνωρίζει κανείς καλά τη δική του ιστορία και το εύρος του δικού του πολιτισμού τον καθιστά δυνατό και ασφαλή, συνεπώς τον βοηθά να μην φοβάται το διαφορετικό, να ξεπερνά αυτή τη γελοία ρατσιστική ρητορική, που η επικαιρότητα μας προσφέρει, αναδεικνύοντας μόνο τον φόβο των αδύναμων».
.....................
Το να διαβάζει κανείς είναι…
«…να ζει…»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...