Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ;



 
Τι χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία;

(Αποσπάσματα)


Νομίζω πως δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ένα από τα εξεταζόμενα θέματα σ’ ένα από τα τελευταία μαθήματα που έδωσα στο Πανεπιστήμιο. Το μάθημα λεγόταν «Θεωρία της Λογοτεχνίας», διδάσκων ήταν ο κ. Νάσος Βαγενάς και το θέμα είχε τίτλο το εξής αμείλικτο ερώτημα: Ποια είναι η χρησιμότητα της λογοτεχνικής εμπειρίας; Θυμάμαι τον πανικό στα μάτια όλων ημών, που είχαμε επί βδομάδες αναλωθεί στην κατανόηση των σημαντικότερων λογοτεχνικών θεωριών . Πανικό, που οφειλόταν στη διαπίστωση ότι όσο κι αν είχαμε διαβάσει δεν μπορούσαμε να απαντήσουμε σ’ ένα τόσο φαινομενικά απλό ερώτημα.
Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία λοιπόν; Σε τί μας ωφελεί; Σήμερα, που όλοι μας έχουμε ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, γιατί προτιμάμε, αν προτιμάμε, να καθηλωνόμαστε πάνω από ένα λογοτεχνικό βιβλίο από το να απολαύσουμε, σ’ αυτόν το λιγοστό χρόνο, την πραγματική ζωή; Γιατί κλέβουμε από τη ζωή μας χρόνο (ίσως το πολυτιμότερο αγαθό πια) και τον ξοδεύουμε στη λογοτεχνία; Γράφοντας αυτό το κείμενο στην αυλή μου, κάτω απ’ τη σκιά ενός πυκνόφυλλου δέντρου, ανάμεσα σ’ ένα ανοιξιάτικο, καταπράσινο βουνό και μια εκπληκτική θάλασσα, σκεφτόμουν ότι πραγματικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να απαρνηθώ όλη αυτή την ομορφιά και να βυθιστώ στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Και αναρωτιόμουν μήπως τα μυθιστορήματα, τα ποιήματα, τα διηγήματα είναι μόνο γι΄ αυτούς που, όντας λιγότερο προνομιούχοι από μένα, ζουν σε σκοτεινά διαμερίσματα και στριμώχνονται σε άβολα γραφεία, μέσα στο νέφος, τα καυσαέρια και τα αγκομαχητά των κλιματιστικών. Μήπως η λογοτεχνία είναι μια πρώτης τάξεως παρηγοριά για σκληρά εργαζόμενους αστούς και για φυλακισμένους; Μήπως η λογοτεχνία είναι απλά μια απόδραση από τη σκληρή, καθημερινή πραγματικότητα του άγχους και των νευρώσεων; Μήπως η λογοτεχνία είναι, σε τελική ανάλυση, ένα φάρμακο, ή, για να το τραβήξουμε ακόμη παραπέρα, ένα υγιές υποκατάστατο κάποιου ναρκωτικού;
Συνήθως, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοια ερωτήματα, οι πρώτοι από τους οποίους περιμένουμε απάντηση είναι οι δάσκαλοί μας: Είμαι της γνώμης ότι οι δάσκαλοί μας συχνά μας απαντούν χωρίς να το ξέρουν σε πολλές περισσότερες ερωτήσεις απ’ όσες ποτέ τολμήσαμε να τους υποβάλλουμε. Ο ίδιος δάσκαλος λοιπόν που κάποτε με είχε ρωτήσει σε τί ωφελεί να διαβάζουμε λογοτεχνία, είχε φροντίσει λίγο καιρό πριν, χωρίς να το ξέρει, να μου δώσει και την απάντηση:
Ένα βαριεστημένο χειμωνιάτικο πρωινό του 1998-1999, κατά τη διάρκεια του μαθήματος «Ιστορία της Λογοτεχνίας», ο κ. Βαγενάς στα πλαίσια της παράδοσης μιας διάβαζε ένα ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το ποίημα, ομολογώ. Ξαφνικά, σταματάει να διαβάζει. Το βλέμμα μας σηκώνεται απότομα από το τετράδιο με τις σημειώσεις: Εμβρόντητοι τον βλέπουμε να μας ζητάει συγγνώμη, να βγαίνει έξω, φανερά δακρυσμένος και μετά από λίγο να επιστρέφει και να συνεχίζει το μάθημα.

Στην αρχή όλοι νιώσαμε αμηχανία – ήταν ένα τσίμπημα στην αυτοσυγκέντρωσή μας ή την αδιαφορία μας για τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση. Αυτή η περίεργη φυγή δεν οφειλόταν σε μας – εκείνο το πρωί δεν είχαμε ακόμα καλά καλά ξυπνήσει και ήμασταν υπέρ το δέον ήσυχοι. «Τί ένιωσε αυτός ο άνθρωπος που δεν μπόρεσα να το νιώσω εγώ;» ήταν το αμέσως επακόλουθο ερώτημα. Ξεπερνώντας όλες αυτές τις εγωκεντρικές σκέψεις, τελικά ένιωσα πολύ χαρούμενος για το γεγονός ότι βρέθηκα μπροστά σε μια τέτοια σκηνή σε ανύποπτο χρόνο. Ασφαλώς όχι επειδή κατά βάθος είμαι χαιρέκακος άνθρωπος και μ’ αρέσει να βλέπω τους άλλους να κλαίνε, ούτε επειδή είμαι θιασώτης μιας μελοδραματικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Πάντως, ομολογουμένως πολύ μελοδραματικά, τελικά αποφάνθηκα ότι εκείνη την αναιτιολόγητη έξοδο του δασκάλου μου δεν θα την ξεχνούσα ποτέ. Για να δούμε...
                          
Εκείνο το πρωί, στη μικρή και ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του 6ου ορόφου της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος εκείνη τη στιγμή βίωνε κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που και ο ίδιος ακόμη είχε ετοιμαστεί για να κάνει: Είχε έρθει να διδάξει Ιστορία της Λογοτεχνίας για ένα τρίωρο. Ωστόσο αυτό που ένιωσε διαβάζοντάς μας εκείνο το ποίημα (απ’ όσο μπόρεσα να συμπεράνω) ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την ευχαρίστηση μιας πετυχημένης διδασκαλίας – ή την ηθική ικανοποίηση που νιώθει ένας δάσκαλος τη στιγμή που γίνεται αγωγός παιδείας. Είχε νιώσει ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, που είχε προκύψει από την ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος: Ένα συναίσθημα που όλοι λίγο πολύ έχουμε νιώσει διαβάζοντας κάτι που μας άγγιξε περισσότερο, μας ταρακούνησε απ’ την ισορροπημένη μας μέρα, μας έκανε να δούμε ξαφνικά τον κόσμο με μια ματιά διαφορετική από τη συνηθισμένη.
 

Λέμε συχνά, και θέλουμε να το πιστεύουμε, ότι η λογοτεχνία διδάσκει. Ότι η λογοτεχνία είναι ένα εργαλείο παιδείας, ένα εργαλείο καλλιέργειας, ένας καλός αγωγός του πολιτισμού από άνθρωπο προς άνθρωπο. Κι αυτό ασφαλώς έχει μια δόση αλήθειας. Η λογοτεχνία είναι και μέσο παιδείας, είναι και επιστημονικό εργαλείο. Είναι αναντίρρητα ευτυχία να ασχολείται κανείς μαζί της ως αντικείμενο επιστημονικού κλάδου, ή, ακόμη καλύτερα, να την χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας για να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα απ’ ότι θα πετύχαινε χρησιμοποιώντας μια παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας. Όλες αυτές όμως είναι μονάχα οι «παράπλευρες ωφέλειες» της λογοτεχνίας για τον αναγνώστη.
Διαβάζοντας λογοτεχνικά βιβλία μπορεί και να μορφωθούμε. Μπορεί και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Τίποτα δεν αποκλείεται. Όμως δεν διαβάζουμε λογοτεχνία για να μορφωθούμε, ούτε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
......................................................................................................................................
Η λογοτεχνική εμπειρία είναι μια κατά μέτωπο επίθεση στην καθημερινότητα – όχι η άρνησή της. Είναι μια άλλη ματιά στη ζωή, μια άλλη ματιά συχνά δακρυσμένη – ένα βλέμμα στο φως της ζωής που διηθίζεται από την καταλυτική δύναμη της συγκίνησης.
Η συγκίνηση είναι αυτό το πολύτιμο ελιξήριο που, όπως σε όλες τις τέχνες έτσι και στη λογοτεχνία πλημμυρίζει το είναι μας και αλλάζει τη ματιά μας πάνω στην πραγματικότητα. Η συγκίνηση είναι μια δύναμη που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα – είναι ένα αίσθημα που παράγεται εν προκειμένω από τη λογοτεχνική, μη συμβατική χρήση της γλώσσας, όπως στις εικαστικές τέχνες προκαλείται από την αίσθηση της όρασης, ή στη μουσική από την αίσθηση της ακοής. Η λογοτεχνική συγκίνηση (στην ποίηση, την πεζογραφία ή σε οποιαδήποτε γραφή εκάστοτε θεωρούμε λογοτεχνία) είναι προϊόν μιας συγκινημένης γλώσσας. Μιας γλώσσας, που περιέχει τα στοιχεία της καθημερινής μας γλώσσας (ιδιαίτερα στη μοντέρνα λογοτεχνία, όπου το λεξιλόγιο δεν αφίσταται του καθημερινού). Ωστόσο, αυτή, η ίδια γλώσσα χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να φαντάζει σε μας μέσα στο κείμενό της διαφορετική, και να μας συγκινεί, κάνοντάς μας να βλέπουμε το λογοτεχνικό κείμενο σαν κάτι ξεχωριστό, σαν μια υπόσταση ξεχωριστή, σαν τα τέσσερα δάση που προηγουμένως αντίκρισαν οι τέσσερις φίλοι.
Είναι σίγουρο ότι όλοι έχουμε νιώσει κάποτε αυτή τη συγκίνηση και ξέρουμε τί είναι, αλλά αν μας ζητήσει κανείς να την περιγράψουμε, σίγουρα ο καθένας μας έχει κάτι διαφορετικό να πει, ωστόσο όλα μοιάζουν να έχουν την ίδια απόληξη. ...
 Η συγκίνηση είναι το κοινό στοιχείο που μας κάνει να απολαμβάνουμε τη λογοτεχνία, έστω κι αν ο καθένας μας διαβάζει με διαφορετικό τρόπο και προτιμά διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: είναι ένα ψήγμα μιας χαμένης ή προσδοκώμενης ευτυχίας, ένα λυτρωτικό συναίσθημα το οποίο δεν είναι πάντα ευχάριστο – αντίθετα, συχνότατα είναι οδυνηρό και φέρνει δάκρυα – ωστόσο μας θυμίζει την ανθρώπινή μας υπόσταση.
 ...........................................................................................................................................


Ο χρόνος της ανάγνωσης είναι ένας χρόνος εντός, εκτός και επί τα αυτά μέρη του κόσμου αυτού. Μοιάζει μ’ ένα διάλειμμα σε μια φορτωμένη σχολική μέρα, ή με μια σχολική εκδρομή. Οι εκδρομές και τα διαλείμματα ανήκουν στους μαθητές, που όντας μέσα στη σχολική κοινότητα γίνονται για λίγο άρχοντες του χρόνου τους. Με τον ίδιο τρόπο ο αναγνώστης γίνεται για λίγο άρχοντας της ανάγνωσης – και του χρόνου του. Ο αναγνώστης είναι ο σκηνοθέτης της παράστασης που λέγεται ανάγνωση στο μεγάλο θέατρο της ζωής. Ο αναγνώστης μετουσιώνει τη συγκινημένη γλώσσα της λογοτεχνίας σε εικόνες, χρησιμοποιώντας τα δικά του συναισθήματα, τη φαντασία του, τα δικά του βιώματα. Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σ’ ένα έργο που έχει γράψει κάποιος άλλος προσαρμόζοντας το κοστούμι του στα δικά του μέτρα. Δεν ταυτίζεται, υποδύεται, καθώς πρέπει να αναπλάσει τις εικόνες με δικό του υλικό, με δικές του εμπειρίες, με δικές του προσδοκίες.
 ..........................................................................................................................................

Τα λογοτεχνικά εκείνα έργα που κέρδισαν το στοίχημα της διαχρονικότητας ίσως να μην ήταν τεχνικά ή μορφικά αρτιότερα από άλλα που μεσουράνησαν για λίγο καιρό κι ύστερα χάθηκαν τόσο ξαφνικά όσο έλαμψαν. Ωστόσο, εκείνα, τα πρώτα, κατάφεραν να αντέξουν μέχρι σήμερα και να μας αγγίζουν γιατί μίλησαν για πράγματα που αφορούσαν, αφορούν και θα αφορούν όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Η συναρπαστική περιπέτεια της λογοτεχνικής εμπειρίας, για να είναι συναρπαστική, προϋποθέτει, εκεί, προς το τέλος του έργου, μια αναγνώριση: Μια αναγνώριση που μοιάζει μ’ αυτήν του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο στην Οδύσσεια – ωστόσο είναι μια αναγνώριση λίγο πιο εγωϊστική, ίσως λίγο πιο ανθρώπινη: Μια αναγνώριση του δικού μας ειδώλου στον καθρέφτη ενός λογοτεχνικού έργου.
 ............................................................................................................................................

Η λογοτεχνία δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να μας μυήσει στο πιο πολύτιμο μυστικό της ζωής: Στο ότι «είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό των ονείρων – κι ο ύπνος περιβάλλει τη μικρή ζωή μας», όπως έλεγε στην «Τρικυμία» του ο Σαίξπηρ: Στην αξία των ασήμαντων, ανεκτίμητων μικρών πραγμάτων, που η λογοτεχνία τα κάνει ορατά, απτά, ακουστά. Ακόμη και μέσα από το δράμα, τη σκληρότητα, το παράλογο, η συγκίνηση μπορεί να γεννηθεί και να χρωματίσει διαφορετικά το σύμπαν, ν’ αποκαλύψει χιλιάδες αλήθειες εκεί που πιστεύουμε ότι κρύβεται το απόλυτο τίποτα. Πώς; Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ρίλκε:
«Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σε απέραντη μοναξιά [...] Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ’ αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους [...] Αφήστε κάθε εντύπωση, κάθε σπόρο συναισθήματος, να ωριμάζει μέσα σας, στο σκοτάδι, στο χώρο του ανείπωτου, του υποσυνείδητου. Όπου Δε φτάνει η νόησή σας. Και, με βαθιά ταπεινοσύνη και υπομονή, προσμένετε την ώρα που θα γεννηθεί ένα καινούριο φεγγοβόλημα. Αυτό και μόνο θα πει «ζω την τέχνη».
Πριν σας καληνυχτίσω, πρέπει να ομολογήσω πως δεν θυμάμαι τί είχα απαντήσει σ’ εκείνες τις εξετάσεις για τη χρησιμότητα της λογοτεχνικής εμπειρίας, και να σας διαβεβαιώσω επίσης ότι ακόμη δεν είμαι βέβαιος για τη σωστή απάντηση.





Εκφωνήθηκε στις 14-5-2003, στο Αργοστόλι (Δημοτικό Θέατρο «Ο Κέφαλος»), στα εγκαίνια της 6ης Έκθεσης Βιβλίου 2ου Ενιαίου Λυκείου Αργοστολίου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...