Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΟΡΤΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ;


                             
Του Νίκου Τσούλια

    Είναι η Αθήνα και για έναν χρόνο (23 Απριλίου 2018 – 22 Απριλίου 2019) Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου. Η ανάδειξη αυτή είναι τιμητική· φέρει όμως πολλές ευθύνες και ακόμα περισσότερες προκλήσεις, γιατί πρέπει να δώσει σαφές πολιτιστικό αποτύπωμα στην παγκόσμια κοινότητα τροφοδοτώντας την με ένα ανθρωπιστικό αξιακό φορτίο αλλά και να αναδείξει μια πνευματική ανάταση στην ελληνική κοινωνία ανοίγοντας δρόμους πραγματικής προόδου.

    Μπορούμε να γιορτάσουμε όμως το Βιβλίο; Γιατί το να γιορτάζεις κάτι σημαίνει ότι το αγαπάς και θέλεις να δώσεις στη γιορτή περιεχόμενο ουσιαστικό και μήνυμα συμβολικό που θα αποτελούν φωτεινά σημάδια για να διώχνουν τα σκοτάδια της άγνοιας και της ημιμάθειας, της αμορφωσιάς και του ανορθολογισμού. Και είναι το κεντρικό σύνθημα «Βιβλία παντού» δυνατό αλλά είναι και ελλιπές, γιατί λείπει το συνοδό του στοιχείο «Διάβασμα πάντα». Γιατί εκεί είναι το πρόβλημά μας. Αγαπάμε το διάβασμα, το έχουμε κάνει «εικόνα» της καθημερινότητάς μας, πρώτιστη πνευματική ανάγκη, πεδίο ερμηνείας του κόσμου και της πραγματικότητας και κυρίως τρόπο της ζωής μας;
    Όχι, δεν μπορούμε να γιορτάσουμε, γιατί το διάβασμα δεν είναι προτεραιότητά μας και δεν έχουμε κατακτήσει την κουλτούρα του ούτε «πνιγόμαστε» και ασφυκτιούμε, αν δεν διαβάζουμε κάθε ημέρα. Και να ποια είναι η σχέση μας μαζί του,· σχέση φτώχειας αλλά όχι και ευθύνης και δημιουργικότητας. Σύμφωνα με τη Eurostat έχουμε την εξής εικόνα. «Το 51,2 % των Ελλήνων δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο. Μόνο το 48,2 % διαβάζει τουλάχιστον ένα βιβλίο τον χρόνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε «άλλου είδους» ευρωπαϊκές χώρες είναι 98 % στην Ισλανδία, 90 % στη Νορβηγία, 84,5 % στη Σουηδία, 72,8% στη Γερμανία κλπ. Πάνω από δέκα βιβλία πάσης φύσεως διαβάζει μόνο το 7,8 % των Ελλήνων» (Β. Αγγελικόπουλος, «Καθημερινή», 25 Μαρτίου 2018). Ένα πολύ μικρό ποσοστό λοιπόν των Ελλήνων έχει κάποια ουσιαστική επαφή με το βιβλίο και με το διάβασμα.
    Και αν πάμε και στο ερώτημα «τι διάβασμα», τα πράγματα γίνονται πιο γκρίζα. Γιατί το μεγάλο μέρος αυτού του μικρού ποσοστού των αναγνωστών διαβάζει τα λεγόμενα εύπεπτα και διαβαστερά βιβλία και τα βιβλία της παραλίας για να περάσει η ώρα! Πρόκειται δηλαδή για ευθεία υπονόμευση της αυταξίας του βιβλίου και του διαβάσματος!
    Και αν πάμε σε καίριες όψεις του θέματος μας, τίθενται εξ ορισμού πιο αμείλικτα ερωτήματα,· γιατί ο κόσμος του βιβλίου και του διαβάσματος δεν ήταν και δεν είναι ποτέ ενιαίος. Επιμερίζεται από τις αξίες και τις ιδέες, από τις αντιλήψεις και τις θεωρήσεις που διατρέχουν κάθε κοινωνία και κάθε εποχή. Έχουμε διαβάσει και διαβάζουμε κλασικά βιβλία, που προάγουν την πνευματική καλλιέργεια και το ήθος, την προσωπικότητα και την αρετή; Πόσοι Έλληνες έχουμε διαβάσει έστω ένα βιβλίο του Αριστοτέλη ή έχουμε στοχαστεί σε κείμενα των Προσωκρατικών φιλοσόφων ή έχουμε διαβάσει ολόκληρη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στη μετασχολική μας ζωή ή διαβάζουμε ξανά και ξανά τα μεγάλα έργα του πνεύματος του ανθρώπου;
    Ναι, πρέπει να αναγνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την σχεδόν μεσαιωνική κατάστασή μας, να κάνουμε αυτοκριτική – προσωπική και συλλογική-, και να αισθανθούμε ενοχή, για να αμφισβητήσουμε την παρακμιακή πνευματική μας εικόνα και να προχωρήσουμε στην αναθεώρησή της, στο μετασχηματισμό της, στην ανατροπή της. Ας γιορτάσουμε έστω και λίγοι, για να κρατήσουμε τα «κάρβουνα αναμμένα» στις στάχτες. Αλλά έχουμε ευθύνη περισσότερη και μεγαλύτερη, όσοι έχουμε σχέση αγάπης, πνευματικής πνοής και αισθητικής σύλληψης με το διάβασμα και με το βιβλίο. Να αγωνιστούμε συστηματικά και δημιουργικά για να γίνει το διάβασμα υπόθεση για όλους και πρώτιστη κοινωνική λειτουργία. Γιατί ο άνθρωπος προοδεύει μόνο μέσα σε κοινωνίες μορφωτικής προόδου και όχι κατά μόνας ή με επιμέρους ομάδες. Το διάβασμα ή θα αφορά όλους και πάντα ή θα παραμένει στη σκιά του σκοταδισμού και της αμορφωσιάς.
    Η Αθήνα μπορεί να κάνει βήματα στο μοναδικά όμορφο εκπολιτισμό του βιβλίου και του διαβάσματος. Το γεγονός ότι δεν έχει διαμορφωθεί το πρόγραμμα για όλο το έτος μπορεί να γίνει πεδίο προβληματισμού και δημιουργίας πρωτοβουλιών φιλαναγνωσίας και βιβλιοφιλίας. Άλλωστε, είναι εδώ η μεγάλη δύναμη της γνώσης και της αγωγής, της επιστήμης και της τέχνης: το σχολείο και το πανεπιστήμιο, που έχουν και τη θεσμική ευθύνη απέναντι στη μάθηση και στην κουλτούρα! Και επ’ αυτού θα επανέλθουμε!

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

ΖΟΥΜ ΣΤΟ "ΒΡΩΜΙΚΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 

Μαθήματα οικολογίας, ανθρωπιάς και αισθητικής από τον φακό της διεθνώς βραβευμένης φωτογράφου Αννας Παντελιά που κατέγραψε το μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό και τις βιβλικές μορφές της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης

Ανθρακες ο θησαυρός; Κάθε άλλο. Η εντυπωσιακή, αλλά και βαθιά ανθρώπινη δουλειά της Αννας Παντελιά που φώτισε με τον φακό της το σκοτεινό μυστικό της Πτολεμαΐδας έχει κάνει παγκόσμια αίσθηση. Η βρετανική εφημερίδα Guardian φιλοξένησε πρόσφατα τις εικόνες και τις σκέψεις της βραβευμένης 26χρονης φωτογράφου που προέκυψαν από την επίσκεψή της στα λιγνιτωρυχεία της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης.
Τοπία μετα-αποκαλυπτικής αύρας, απόκοσμα, αν και βασίζονται σε τόσο κόσμο που δουλεύει εκεί, και αυτός ακριβώς ο κόσμος, με πρόσωπα που παραπέμπουν συχνά σε βιβλικές μορφές, έτσι σκιασμένα και μουντζουρωμένα που βγαίνουν από την καθημερινή τους επαφή με τον λιγνίτη.




Ενας εργάτης με τα σημάδια του λιγνίτη εμφανή στο πρόσωπό του
Με ζωή και δράση μοιρασμένη σήμερα ανάμεσα σε Αθήνα και Λονδίνο, η Αννα Παντελιά είναι απόφοιτη του Τμήματος Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών του ΤΕΙ Αθήνας. Εκανε το master της στη Διεθνή Επικοινωνία και Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Προτού ακόμα τελειώσει το σχολείο είχε αποφασίσει ότι θα ασχοληθεί με τη φωτογραφία. «Ηξερα ότι η φωτογραφία ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου και αυτό που θα με έκανε πραγματικά χαρούμενη».
Το αποτέλεσμα τη δικαίωσε και συνεχίζει να τη δικαιώνει. Μεταξύ άλλων, έχει κερδίσει τα εξής βραβεία: 30 under 30-documentary photographers του πρακτορείου Magnum (2015), 30 under 30-Women Photographers από το Photo Boite (2016), τρίτη θέση στην κατηγορία Top News στον διεθνή διαγωνισμό Andrei Stenin (2017) και την ίδια χρονιά, από τον ίδιο φορέα, απέσπασε και το ειδικό βραβείο για «Ανθρωπιστική Φωτογραφία» από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Η ταλαντούχα φωτορεπόρτερ μάς μίλησε για το οδοιπορικό της στο «βρώμικο μυστικό» της Ελλάδας», όπως η ίδια τόσο εύστοχα χαρακτήρισε τη βιομηχανία του λιγνίτη.


Ο ατμοηλεκτρικός σταθμός στον Αγιο Δημήτριο Κοζάνης. Δύο εργάτες 
καθαρίζουν τη σκόνη από τις ταινίες που μεταφέρουν τον λιγνίτη
«Ηταν ένα θέμα που ήθελα να κάνω εδώ και χρόνια, αλλά είτε ήμουν στο εξωτερικό είτε δεν είχα χρόνο για να κάνω αυτό το ταξίδι. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά όλο τον κόσμο. Πολλές πόλεις και χωριά παγκοσμίως πλήττονται από τις συνέπειες της εξόρυξης λιγνίτη και γενικότερα κάρβουνου, προκειμένου να έχουμε όλοι εμείς ρεύμα. Το ίδιο συμβαίνει στην Πτολεμαΐδα και στην Κοζάνη. Τα προηγούμενα χρόνια η εξόρυξη λιγνίτη ήταν ένα αναγκαίο κακό, αλλά πλέον με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) φαίνεται ότι μπορούμε να αρχίσουμε να απαλλασσόμαστε από τις βλαβερές συνέπειες της εξόρυξης λιγνίτη. Απ’ όσο γνωρίζω, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την επίτευξη της συμβολής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας σε ποσοστό 20% έως το 2020, φαίνεται να πηγαίνει καλά, παρ’ όλ’ αυτα οι κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας ακόμα υποφέρουν από σοβαρότατα προβλήματα υγείας» μας εξηγεί.
Οι εικόνες της είναι καθηλωτικές. Ποια ήταν όμως η εικόνα που καθήλωσε την ίδια με το που την αντίκρισε, προτού ακόμα προλάβει να σηκώσει τον φακό της; «Η εγκαταλειμμένη εκκλησία της Χαραυγής, η οποία σαν χωριό δεν υπάρχει πλέον, ήταν πολύ δυνατή εικόνα. Μου έδειξε τον ρόλο της πίστης στον Θεό που έχουν όσοι δουλεύουν εκεί. Παρά το γεγονός ότι όλο το χωριό έπρεπε να “σηκωθεί” (όπως λένε οι ντόπιοι) για να γίνει η εξόρυξη λιγνίτη, η εκκλησία έμεινε ανέγγιχτη. Αν και δεν έχω ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την Εκκλησία, μπαίνοντας μέσα στην εγκαταλελειμμένη εκκλησία της Χαραυγής ένιωσα δέος».


Η εγκαταλειμμένη εκκλησία της Χαραυγής
Το ζήτημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος και η επιβάρυνση της υγείας των εργαζομένων εκεί «αποτελεί κοινό μυστικό. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι της ΔΕΗ δεν το αναφέρουν καν αν δεν τους ρωτήσεις, αλλά πάνω στην κουβέντα βγαίνει. Εχουν χάσει αρκετοί τη ζωή τους από καρκίνο και άλλες ασθένειες, όπως ο πατέρας του Κώστα που αναφέρω στο άρθρο μου στον Guardian, που πέθανε από καρκίνο όταν εκείνος ήταν 12 ετών. Παρ’ όλ’ αυτά και ο Κώστας δουλεύει στη ΔΕΗ. Καλώς ή κακώς αυτή είναι σχεδόν η μόνη επιλογή που έχουν οι κάτοικοι της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης για επαγγελματική αποκατάσταση».
Και συνεχίζει: «Οι περισσότεροι άλλοι κλάδοι εργασίας στην περιοχή έχουν παραγκωνιστεί εδώ και πολλά χρόνια, μια και η ΔΕΗ είναι εκείνη που άνοιξε χιλιάδες θέσεις εργασίας και μάλιστα στο παρελθόν πολύ καλοπληρωμένες. Βέβαια αυτές οι εποχές έχουν περάσει, αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που δουλεύουν με 8μηνες συμβάσεις με τον κατώτατο μισθό. Κατά τη γνώμη μου πάντως, η υγεία δεν εξαγοράζεται με τίποτα».


Ο Κώστας επιβλέπει την εξόρυξη του κάρβουνου. Περιοχή Νοτίου Πεδίου, Πτολεμαΐδα
Οσο για την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων: «Θεωρώ εξαιρετικά δύσκολη τη δουλειά εκείνων που είναι όλη μέρα στα ορυχεία. Είδα ανθρώπους να καθαρίζουν τις ταινίες που μεταφέρουν τον λιγνίτη, και τα μάτια τους μετά να είναι δακρυσμένα και κατακόκκινα από τη σκόνη, και άλλους να χώνονται κάτω από τις ταινίες και να βγαίνουν μαύροι μετά το τέλος της εργασίας τους».
Πρόκειται λοιπόν για μια τεράστια βιομηχανία. Η Ελλάδα, μαζί με τη Γερμανία και την Πολωνία, παράγει το ένα τρίτο του παγκόσμιου όγκου σε λιγνίτη. Οι θέσεις εργασίας είναι πολλές και αναγκαίες, οι κάτοικοι όμως «φυσικά και ζουν σε ένα πολύ ανθυγιεινό περιβάλλον. Πολλοί ντόπιοι, και ιδιαίτερα οι νέες γενιές, έχουν φύγει από την περιοχή γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο».


Με δακρυσμένα και κατακόκκινα μάτια από τη σκόνη…
Η σύνδεση και το δέσιμο με τα ανεπιτήδευτα μοντέλα της, ήταν αναπόφευκτη: «αυτό που έχω κρατήσει από την παραμονή μου στην Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη ήταν το πόσο φιλόξενοι ήταν οι κάτοικοι εκεί, πόσο διαθέσιμοι να με βοηθήσουν, παρά το γεγονός ότι δεν με ήξεραν. Εχω κρατήσει επαφές με αρκετούς από εκεί».
Επιστρέφοντας σε πιο κανονικούς ρυθμούς, πώς βλέπει η ίδια όλη αυτή τη φρενίτιδα με τη φωτογράφιση και αυτοφωτογράφιση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα social media; «Νομίζω ότι από τη μια μεριά είναι ωραίο που λόγω των smartphones πολλοί έχουν εξοικειωθεί με τη φωτογραφία και έχουν αρχίσει να καταγράφουν την καθημερινότητά τους περισσότερο από ποτέ, όμως αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τα social media έχει αρχίσει να γίνεται λίγο κουραστικό. Δυστυχώς, πολλοί προσπαθούν να δώσουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της ζωής τους, που μάλλον είναι η ζωή που θα ήθελαν να έχουν. Αλλά αντί να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τη ζωή τους, μένουν στις φωτογραφίες».


Περιοχή Νοτίου Πεδίου, Πτολεμαΐδα. Το εργοτάξιο από ψηλά όπως μπορεί 
να το βλέπει και το πουλί της φωτογραφίας
Η δική της σχέση με τη φωτογραφία όταν είναι εκτός καθήκοντος; «Εγώ γενικά στις διακοπές μου δεν κουβαλάω καν φωτογραφική μηχανή, προσπαθώ να ζω τη στιγμή όσο περισσότερο μπορώ και βγάζω απλώς μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες με το κινητό μου».
Η φωτογραφία θεωρείται η πιο δημοκρατική τέχνη, καθώς όλοι όσοι έχουν μια φωτογραφική μηχανή, ή πλέον ένα smart-phone, είναι εν δυνάμει φωτογράφοι. Η Αννα Παντελιά σχολιάζει: «Με το ίδιο σκεπτικό, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η ποίηση ή η λογοτεχνία είναι δημοκρατική τέχνη, μια και ο καθένας έχει ένα μολύβι και λίγο χαρτί, ή πλέον ένα laptop, τι σημαίνει όμως αυτό; Οτι ο καθένας μπορεί να είναι ποιητής; Δεν πιστεύω ότι το μέσο κάνει τον καλλιτέχνη, αλλά αυτό που πηγάζει από μέσα του».
Πώς χαρακτηρίζει η ίδια τη δουλειά της; «Δεν θεωρώ καν τον εαυτό μου καλλιτέχνη, γιατί η δουλειά μου δεν είναι καλλιτεχνικής φύσεως. Ο στόχος μου είναι μέσα από τη ματιά μου να μοιραστώ θέματα που θεωρώ σημαντικά με το ευρύ κοινό, που ίσως να μην έχει πρόσβαση σε αυτά. Τόσο απλά».
Είναι πλέον σίγουρη ότι κάθε άνθρωπος έχει μια ξεχωριστή ιστορία να αφηγηθεί, φτάνει να τον πλησιάσεις σε απόσταση αναπνοής ή, έστω, φωτογράφισης: «Δεν ήταν μια συγκεκριμένη φωτογραφία που τράβηξα και είπα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Αλλά το γεγονός ότι μέσα από τη φωτογραφία γνώριζα ξεχωριστούς ανθρώπους με ξεχωριστές ιστορίες, ήταν αυτό που με έκανε να ασχοληθώ μαζί της. Στην αρχή θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό που γνώριζε ενδιαφέροντες ανθρώπους και μάθαινε ενδιαφέρουσες ιστορίες, μετά κατάλαβα ότι όλοι έχουμε ενδιαφέρουσες ιστορίες. Αυτό με κρατάει μέχρι σήμερα και μέχρι σήμερα εκπλήσσομαι πό τους ανθρώπους και από το τι έχουν να σου πουν».

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

ΑΝΑΣΤΑΣΗ!



ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ

Ζωή Καρέλλη, «Πριν την Ανάσταση»
Από τη συλλογή «Της μοναξιάς και της έπαρσης» (1951)
Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.

Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.

Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.


ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ


Εχουμε ακούσει πολλά τον τελευταίο καιρό για το πώς η ικανότητα του Facebook να αναλύει το κοινό του και να εκμεταλλεύεται τις κρυφές του ελπίδες ενδέχεται να έχει επηρεάσει πολλές εκλογικές αναμετρήσεις σε όλο τον κόσμο.
Η ικανότητα αυτή όμως έχει επιπτώσεις που εκτείνονται πέραν της πολιτικής. Το Facebook, όπως και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενθαρρύνει τον εγωκεντρισμό και υπονομεύει την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης στην οποία στηρίζονται πολλές κοινωνίες.
Η ροή των αναρτήσεων και των likes αντανακλά τις ανησυχίες του χρήστη και οικοδομεί μια βαθιά και ναρκισσιστική αίσθηση ότι ο κόσμος πρέπει να συμφωνεί μαζί μας. Οσο πιο βραχύ και πιο ευχάριστο είναι το υλικό που παρουσιάζει το Facebook, τόσο μικρότερη είναι η τάση του αναγνώστη να διαβάσει κάτι πιο απαιτητικό, κάτι που αμφισβητεί τις πεποιθήσεις του και τον αναγκάζει να μπει στη θέση κάποιου άλλου.
Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει εκτοξευτεί στα ύψη και οι πωλήσεις της λογοτεχνίας έχουν πέσει. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο χρόνος που δαπανούν οι άνω των 16 ετών online έχει υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία 12 χρόνια: από 10 ώρες την εβδομάδα το 2005 σε 23 ώρες το 2017. Τα δύο τρίτα του χρόνου αυτού καταναλώνονται στο Facebook.
Την ίδια περίοδο, οι πωλήσεις βιβλίων μειώνονται: από 230 εκατομμύρια λίρες το 2008 έπεσαν το 2016 κάτω από τα 150 εκατομμύρια. Αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η αγορά βιβλίων έχει μειωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 40% - με εξαίρεση τα βιβλία μαγειρικής.
Ενας καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου μου είπε ότι δεν μπορεί να πείσει πλέον τους φοιτητές του να διαβάζουν βιβλία. Ελάχιστοι από αυτούς έχουν διαβάσει ένα βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να συγκεντρωθούν. Διαβάζουν κάποια κεφάλαια, κρατούν σημειώσεις στις διαλέξεις και απομνημονεύουν σημαντικές φράσεις για να πάρουν καλό βαθμό στις εξετάσεις.
Η τάση είναι γενική. Μια πρόσφατη μελέτη ενός εκατομμυρίου μαθητών από τον Κιθ Χόπερ του Πανεπιστημίου του Νταντί έδειξε ότι τα παιδιά σημειώνουν αξιοσημείωτη πρόοδο στην ανάγνωση στο Δημοτικό, αλλά αυτό σταματά στο Γυμνάσιο γιατί η ανάγνωση παύει να αποτελεί προτεραιότητα. Η εξέλιξη αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις, καθώς η λογοτεχνία μάς δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε τις ζωές και τα κίνητρα των άλλων.
Όταν ξεκίνησαν τα social media πίστεψα ότι επρόκειτο για έναν συναρπαστικό εναλλακτικό τρόπο κατανόησης των άλλων. Τι να τις κάνουμε τις ιστορίες όταν μπορούμε να ακούμε απευθείας κάποιον που θέλει να μιλήσει; Υπάρχουν όμως δύο εμπόδια. Το ένα είναι ότι κανείς από εμάς δεν παρουσιάζεται online όπως είναι στην πραγματικότητα: θυμωμένος ή ανασφαλής, σε σύγχυση ή σε κακά κέφια. Το άλλο είναι ότι δεν προσεγγίζουμε με καθαρό μυαλό αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε.
Η καλή λογοτεχνία καταργεί αυτό το εμπόδιο, καθώς μας εισάγει με χίλιους τρόπους στις σύνθετες πλευρές της ανθρωπότητας. Ο αστυνομικός του Λουί ντε Μπερνιέρ στο βιβλίο «Ο Σενιόρ Βίβο και ο άρχοντας της κόκας» εξηγεί πώς ένας καλός άνθρωπος μπορεί να γίνει βασανιστής. Η Τζορτζ Ελιοτ εκθέτει με τέλειο τρόπο στο Middlemarch τις ματαιοδοξίες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις μιας μικρής κοινότητας. Και η Ελίζαμπεθ Στράουτ μας κάνει στον «Κόσμο της κυρίας Ολιβ» να νιώθουμε αλληλεγγύη προς τη δασκάλα ακόμη και την ώρα που καταστρέφει μυστικά τα ρούχα της νύφης της.
Καμιά άλλη λογοτεχνική μορφή δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Το δράμα μας δείχνει τι κάνουν οι άνθρωποι, όχι πώς σκέπτονται. Αυτό πρέπει να το συμπεράνουμε από αυτά που καταλαβαίνουμε.
Το σκάνδαλο του Facebook μας δίνει για πρώτη φορά τη δυνατότητα να εξετάσουμε το πραγματικό κόστος του εθισμού μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν θέλουμε να ζήσουμε αρμονικά μαζί, πρέπει να αφήσουμε το τηλέφωνο και την ταμπλέτα και να διαβάσουμε ένα βιβλίο.
(*) Η Τζένι Ράσελ είναι αρθρογράφος των Times
Πηγή: The Times / Μετάφραση: ΑΠΕ - ΜΠΕ

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/afiste-kinito-sas-kai-diabaste-ena-biblio
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...