Του Νίκου Τσούλια
Είναι η Αθήνα και για έναν χρόνο (23 Απριλίου
2018 – 22 Απριλίου 2019) Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου. Η ανάδειξη
αυτή είναι τιμητική· φέρει όμως πολλές ευθύνες και ακόμα περισσότερες
προκλήσεις, γιατί πρέπει να δώσει σαφές πολιτιστικό αποτύπωμα στην
παγκόσμια κοινότητα τροφοδοτώντας την με ένα ανθρωπιστικό αξιακό φορτίο
αλλά και να αναδείξει μια πνευματική ανάταση στην ελληνική κοινωνία
ανοίγοντας δρόμους πραγματικής προόδου.
Μπορούμε να γιορτάσουμε όμως το Βιβλίο; Γιατί το
να γιορτάζεις κάτι σημαίνει ότι το αγαπάς και θέλεις να δώσεις στη
γιορτή περιεχόμενο ουσιαστικό και μήνυμα συμβολικό που θα αποτελούν
φωτεινά σημάδια για να διώχνουν τα σκοτάδια της άγνοιας και της
ημιμάθειας, της αμορφωσιάς και του ανορθολογισμού. Και είναι το κεντρικό
σύνθημα «Βιβλία παντού» δυνατό αλλά είναι και ελλιπές, γιατί λείπει το
συνοδό του στοιχείο «Διάβασμα πάντα». Γιατί εκεί είναι το πρόβλημά μας.
Αγαπάμε το διάβασμα, το έχουμε κάνει «εικόνα» της καθημερινότητάς μας,
πρώτιστη πνευματική ανάγκη, πεδίο ερμηνείας του κόσμου και της
πραγματικότητας και κυρίως τρόπο της ζωής μας;
Όχι, δεν μπορούμε να γιορτάσουμε, γιατί το
διάβασμα δεν είναι προτεραιότητά μας και δεν έχουμε κατακτήσει την
κουλτούρα του ούτε «πνιγόμαστε» και ασφυκτιούμε, αν δεν διαβάζουμε κάθε
ημέρα. Και να ποια είναι η σχέση μας μαζί του,· σχέση φτώχειας αλλά όχι
και ευθύνης και δημιουργικότητας. Σύμφωνα με τη Eurostat έχουμε την εξής
εικόνα. «Το 51,2 % των Ελλήνων δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο.
Μόνο το 48,2 % διαβάζει τουλάχιστον ένα βιβλίο τον χρόνο, ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό σε «άλλου είδους» ευρωπαϊκές χώρες είναι 98 % στην
Ισλανδία, 90 % στη Νορβηγία, 84,5 % στη Σουηδία, 72,8% στη Γερμανία κλπ.
Πάνω από δέκα βιβλία πάσης φύσεως διαβάζει μόνο το 7,8 % των Ελλήνων»
(Β. Αγγελικόπουλος, «Καθημερινή», 25 Μαρτίου 2018). Ένα πολύ μικρό
ποσοστό λοιπόν των Ελλήνων έχει κάποια ουσιαστική επαφή με το βιβλίο και
με το διάβασμα.
Και αν πάμε και στο ερώτημα «τι διάβασμα», τα
πράγματα γίνονται πιο γκρίζα. Γιατί το μεγάλο μέρος αυτού του μικρού
ποσοστού των αναγνωστών διαβάζει τα λεγόμενα εύπεπτα και διαβαστερά
βιβλία και τα βιβλία της παραλίας για να περάσει η ώρα! Πρόκειται δηλαδή
για ευθεία υπονόμευση της αυταξίας του βιβλίου και του διαβάσματος!
Και αν πάμε σε καίριες όψεις του θέματος μας,
τίθενται εξ ορισμού πιο αμείλικτα ερωτήματα,· γιατί ο κόσμος του βιβλίου
και του διαβάσματος δεν ήταν και δεν είναι ποτέ ενιαίος. Επιμερίζεται
από τις αξίες και τις ιδέες, από τις αντιλήψεις και τις θεωρήσεις που
διατρέχουν κάθε κοινωνία και κάθε εποχή. Έχουμε διαβάσει και διαβάζουμε
κλασικά βιβλία, που προάγουν την πνευματική καλλιέργεια και το ήθος, την
προσωπικότητα και την αρετή; Πόσοι Έλληνες έχουμε διαβάσει έστω ένα
βιβλίο του Αριστοτέλη ή έχουμε στοχαστεί σε κείμενα των Προσωκρατικών
φιλοσόφων ή έχουμε διαβάσει ολόκληρη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στη
μετασχολική μας ζωή ή διαβάζουμε ξανά και ξανά τα μεγάλα έργα του
πνεύματος του ανθρώπου;
Ναι, πρέπει να αναγνωρίσουμε και να
συνειδητοποιήσουμε την σχεδόν μεσαιωνική κατάστασή μας, να κάνουμε
αυτοκριτική – προσωπική και συλλογική-, και να αισθανθούμε ενοχή, για να
αμφισβητήσουμε την παρακμιακή πνευματική μας εικόνα και να προχωρήσουμε
στην αναθεώρησή της, στο μετασχηματισμό της, στην ανατροπή της. Ας
γιορτάσουμε έστω και λίγοι, για να κρατήσουμε τα «κάρβουνα αναμμένα»
στις στάχτες. Αλλά έχουμε ευθύνη περισσότερη και μεγαλύτερη, όσοι έχουμε
σχέση αγάπης, πνευματικής πνοής και αισθητικής σύλληψης με το διάβασμα
και με το βιβλίο. Να αγωνιστούμε συστηματικά και δημιουργικά για να
γίνει το διάβασμα υπόθεση για όλους και πρώτιστη κοινωνική λειτουργία.
Γιατί ο άνθρωπος προοδεύει μόνο μέσα σε κοινωνίες μορφωτικής προόδου και
όχι κατά μόνας ή με επιμέρους ομάδες. Το διάβασμα ή θα αφορά όλους και
πάντα ή θα παραμένει στη σκιά του σκοταδισμού και της αμορφωσιάς.
Η Αθήνα μπορεί να κάνει βήματα στο μοναδικά
όμορφο εκπολιτισμό του βιβλίου και του διαβάσματος. Το γεγονός ότι δεν
έχει διαμορφωθεί το πρόγραμμα για όλο το έτος μπορεί να γίνει πεδίο
προβληματισμού και δημιουργίας πρωτοβουλιών φιλαναγνωσίας και
βιβλιοφιλίας. Άλλωστε, είναι εδώ η μεγάλη δύναμη της γνώσης και της
αγωγής, της επιστήμης και της τέχνης: το σχολείο και το πανεπιστήμιο,
που έχουν και τη θεσμική ευθύνη απέναντι στη μάθηση και στην κουλτούρα!
Και επ’ αυτού θα επανέλθουμε!