Μια σειρά από φωτογραφίες που ονομάζεται
«Το κάλεσμα του βιβλίου» ανήρτησε στα κοινωνικά δίκτυα, ο 21χρονος
Jakub Pavlovsky από την Σλοβακία με σκοπό να ενθαρρύνει τους ανθρώπους
να διαβάζουν βιβλία σε μια εποχή που η μοντέρνα τεχνολογία τα έχει
αντικαταστήσει.
Τις φωτογραφίες συνοδεύει το μότο : «Βρείτε χρόνο για διάβασμα. Οπουδήποτε, οποτεδήποτε».
----
"Τα βιβλία είναι ο καθρέφτης της ψυχής" - Virginia Woolf
"Πάντα να διαβάζεις κάτι που θα σε κάνει να δείχνεις καλός αν πεθάνεις στην μέση του βιβλίου" - P. J. O’Rourke
"Το άτομο, είτε είναι κύριος είτε κυρία, που δεν ευχαριστιέται μια καλή νουβέλα, πρέπει να είναι ανυπόφορα χαζός" - Jane Austen
"Αν δεν σου αρέσει να διαβάζεις, δεν έχεις βρει το κατάλληλο βιβλίο" - J.K. Rowling
"Η λογοτεχνία είναι μια πολυτέλεια. Η μυθοπλασία είναι μια αναγκαιότητα" - G.K. Chesterton
Ένα πολιτιστικό πρόγραμμα στα πλαίσια της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας καθώς και της δράσης της Βιβλιοθήκης "Τα παιδία διαβάζει" όπου δύο ομάδες μαθητών μελετούν ένα ιστορικό μυθιστόρημα και ένα εφηβικό, αντίστοιχα τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου και το Ε.Π. της Ζωρζ Σαρή , και αναζητούν επιχειρήματα τα οποία και παρουσιάζουν σε αγώνες λόγου από τη θέση του συγγραφέα, του βιβλιοκριτικού και του αναγνώστη, προκειμένου να πείσουν το κοινό και να προωθήσουν τα βιβλία.
Η μάνα μου ( Ν. Καζαντζάκης- απόσπασμα από το «Αναφορά στο Γκρέκο»)
Η
μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της
γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν
χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα
χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της
εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα
μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν
τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι
όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν
στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη
γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα
βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και
καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα
πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη
μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί
και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο
ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο
σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να
χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από
πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε.
Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου
στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική
ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε,
πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της,
για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των
αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου.
Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη
μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα
τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη
στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με
τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά
ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του
και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον
παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να
καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η
μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα
στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς
ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά
τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…
Εκ του πλησίον Οδυσσέας Ελύτης
«Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει.