Από τη συλλογή
«Της μοναξιάς και της έπαρσης» (1951)
Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου