Λίγα λόγια για το Σαμαράκη (1919-2003)
Ο Σαμαράκης έταξε ευθύς εξ αρχής ορισμένους στόχους,
και στα είκοσι χρόνια της πεζογραφικής σταδιοδρομίας του δεν απίστησε ποτέ σ’
αυτούς· ίσα-ίσα τους εμπλούτισε, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σήμερα σαν
σταυροφόρος που έχει πάρει όρκο να χτυπάει μέχρι τελευταίας πνοής του τους
μισητούς εχθρούς του ανθρώπου και της ανθρωπιάς. Και είναι οι εχθροί αυτοί οι
κάθε πόλεμος, ο πυρηνικός πόλεμος, ο ολοκληρωτισμός, η εκμηδένιση του αδύναμου
μοναχικού ατόμου μέσα στους τερατικούς μηχανισμούς της εποχής μας.
Από την πλευρά της τεχνικής βασίζεται απαρέγκλιτα σε
κάποιο εύρημα ή συρροή ευρημάτων που εντυπωσιάζουν. Από την πλευρά του τρόπου
με τον οποίο εκφράζει την αντίθεσή του σε όσα καταγγέλλει, προσφεύγει πάντα στη
χειρονομία. Οι ήρωες των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων του προβαίνουν σε
κάποια χειρονομία: ξεριζώνουν ένα δέντρο, καταστρέφουν μια εφεύρεσή τους,
φυγαδεύουν εκείνον που συλλάβανε, σκοτώνουν ένα παιδάκι που παίζει τον πόλεμο
κ.ο.κ.
H επιτυχία του Σαμαράκη οφείλεται, εκτός των άλλων,
και στην εύστοχη επιλογή των ηρώων του: απλοί, καθημερινοί άνθρωποι -
«κανένα από τα πρόσωπα του Σαμαράκη δεν ανήκει στους ισχυρούς», παρατηρεί
στο δοκίμιό του για το συγγραφέα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στο περιοδικό
«Γιατί». Με τους ήρωές του αυτούς ο Σαμαράκης διαλέγεται ισότιμα, πλάι - πλάι,
και όχι απέναντι ή από καθέδρας.
H γραφή του Σαμαράκη είναι άμεσα «καταναλώσιμη». «Τα
πρόσωπα των μυθιστορημάτων του Σαμαράκη αντιπροσωπεύουν το σύγχρονο άνθρωπο που
συνθλίβεται από τους μηχανισμούς του κράτους και την αδιαφορία». Ως
πολίτης και δημόσιο πρόσωπο έχει οξυμμένη συνείδηση της κοινωνικής του
αποστολής.
Ποια είναι η υποχρέωση του συγγραφέα;
Να είναι παρών! Να είναι η
φωνή εκείνων που δεν έχουν φωνή, των
καταπιεσμένων, των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων, των φυλακισμένων, των
φορέων του AIDS που τους κλείνουμε σε γκέτο και δεν τους θέλουμε ενώ δεν
μεταδίδεται έτσι απλά το AIDS.
Των απεξαρτημένων παιδιών που με αγώνα απεξαρτήθηκαν από τα ναρκωτικά και όμως δεν τους θέλουμε και δεν τους δίνουμε δουλειά και δεν τους βρίσκουμε δουλειά και δεν τους δεχόμαστε, των ρομά, δηλαδή των τσιγγάνων που ζουν σε γκέτο. Δεν είναι παραδεκτή η γκετοποίηση της Ελλάδας.
] Ο άνθρωπος του Σαμαράκη αγωνίζεται για την ελευθερία του, προσπαθώντας με κάθε τρόπο (με τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την πίστη) να διατηρήσει τη διανοητική ισορροπία κα την ηθική ακεραιότητά του. Παράλληλα, πίσω από το κατακερματισμένο κοινωνικό σκηνικό, οι χαρακτήρες του διατηρούν μιαν εσωτερική πληρότητα, μιαν αίσθηση εσωτερικής αυτάρκειας, που αγωνίζεται μόνη —και για τούτο αδέσμευτη— εναντίον των κοινωνικών συμβάσεων και γενικότερα εναντίον του ανθρώπινου παραλογισμού.
Των απεξαρτημένων παιδιών που με αγώνα απεξαρτήθηκαν από τα ναρκωτικά και όμως δεν τους θέλουμε και δεν τους δίνουμε δουλειά και δεν τους βρίσκουμε δουλειά και δεν τους δεχόμαστε, των ρομά, δηλαδή των τσιγγάνων που ζουν σε γκέτο. Δεν είναι παραδεκτή η γκετοποίηση της Ελλάδας.
] Ο άνθρωπος του Σαμαράκη αγωνίζεται για την ελευθερία του, προσπαθώντας με κάθε τρόπο (με τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, την πίστη) να διατηρήσει τη διανοητική ισορροπία κα την ηθική ακεραιότητά του. Παράλληλα, πίσω από το κατακερματισμένο κοινωνικό σκηνικό, οι χαρακτήρες του διατηρούν μιαν εσωτερική πληρότητα, μιαν αίσθηση εσωτερικής αυτάρκειας, που αγωνίζεται μόνη —και για τούτο αδέσμευτη— εναντίον των κοινωνικών συμβάσεων και γενικότερα εναντίον του ανθρώπινου παραλογισμού.
Εδώ ήταν το επίκεντρο της ανησυχίας μου: η ανησυχία
για την ελευθερία. Γιατί οι λογής λογής φόβοι που κυριαρχούν στον κόσμο μας,
και προ παντός οι δυο βασικοί φόβοι, ο φόβος του πολέμου και ο φόβος της
πείνας, τελικό αποτέλεσμα έχουν να προδίνουμε την ελευθερία, την ανάγκη για
ελευθερία που μας είναι έμφυτη. Και σιγά σιγά, θά ’ρθουν οι κατοπινές γενιές
που δε θα αισθάνονται τίποτα στη λέξη «ελευθερία» Γιατί θα νεκρωθεί το ένστικτο
της ελευθερίας με την διαρκή υποταγή στο φόβο του πολέμου και στο φόβο της
πείνας. […]
Στηριγμένος στη θεμελιώδη αυτή ανησυχία ως
βασική βιοθεωρητική προϋπόθεση του έργου του, ο Σαμαράκης οδηγεί τον αναγνώστη
του στον χώρο μιας αποφασιστικά απελευθερωμένης σκέψης, μιας επίμονα ελεύθερης
ατομικότητας, όπου κυριαρχούν οι αξίες ενός διαχρονικού ανθρωπισμού και η
βαθειά πίστη στη μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπου. […]
O Αντώνης Σαμαράκης υπήρξε και παραμένει ένας από τους
πιο αγαπημένους συγγραφείς των νιάτων που πάντα θα διψούν και θα ZHTANE ΕΛΠΙΔΑ
και θα APNOYNTAI τον κόσμο ως έχει, όπως ο ίδιος που υπήρξε η
άγρυπνη συνείδηση της ταραγμένης εποχής του (1954-1973), εξεγερμένη στις
παντοειδείς ορατές και αόρατες εξουσίες, στρατευμένη σ' έναν μαχόμενο
ανθρωπισμό, ταγμένη «φυλάττειν Θερμοπύλας». (Γιάννης Κουβαράς «H
AYΓH»)
Για το «Ζητείται ελπίς»
Το ’53 είχα διάφορες σκέψεις, αμφιβολίες, ερωτηματικά, προβληματισμούς, ιδέες που δεν μπορούσαν να γίνουν ποιήματα. Έτσι έγραψα μια πρώτη σειρά διηγημάτων που τα συγκέντρωσα στο πρώτο μου βιβλίο «Ζητείται ελπίς».
Το τύπωσα μόνος μου με χίλια βάσανα, με τα δικά μου βέβαια έξοδα, με υπερωρίες και ξενύχτια. Τύπωσα 50 αντίτυπα και γυρνούσα από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο, όχι για να το αγοράσουν. Δωρεάν τους το έδινα, να το βάλουν στην αποθήκη τους. Πλήρης αδιαφορία. Ήμουν ένας άγνωστος, φτωχοντυμένος δημόσιος υπάλληλος της δεκάρας.
Φτάνω στο Σύνταγμα και κάθομαι σ’ ένα καφενεδάκι. Δίπλα μου εργάτες, άνθρωποι της δουλειάς και του πόνου. Μ’ έπιασαν λυγμοί. Έκλαιγα σα μικρό παιδί. Με κοιτούσαν με αγάπη και ενδιαφέρον, όπως οι απλοί άνθρωποι του λαού ξέρουν και όχι βέβαια οι διανοούμενοι, οι πολυπράγμονες. Τότε, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πώς, πήρα το αντίτυπο του βιβλίου και το αφιέρωσα στον εαυτό μου «Στον Αντώνη. Κουράγιο. Αντώνης» και έβαλα τη χρονολογία.
Το ’53 είχα διάφορες σκέψεις, αμφιβολίες, ερωτηματικά, προβληματισμούς, ιδέες που δεν μπορούσαν να γίνουν ποιήματα. Έτσι έγραψα μια πρώτη σειρά διηγημάτων που τα συγκέντρωσα στο πρώτο μου βιβλίο «Ζητείται ελπίς».
Το τύπωσα μόνος μου με χίλια βάσανα, με τα δικά μου βέβαια έξοδα, με υπερωρίες και ξενύχτια. Τύπωσα 50 αντίτυπα και γυρνούσα από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο, όχι για να το αγοράσουν. Δωρεάν τους το έδινα, να το βάλουν στην αποθήκη τους. Πλήρης αδιαφορία. Ήμουν ένας άγνωστος, φτωχοντυμένος δημόσιος υπάλληλος της δεκάρας.
Φτάνω στο Σύνταγμα και κάθομαι σ’ ένα καφενεδάκι. Δίπλα μου εργάτες, άνθρωποι της δουλειάς και του πόνου. Μ’ έπιασαν λυγμοί. Έκλαιγα σα μικρό παιδί. Με κοιτούσαν με αγάπη και ενδιαφέρον, όπως οι απλοί άνθρωποι του λαού ξέρουν και όχι βέβαια οι διανοούμενοι, οι πολυπράγμονες. Τότε, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω πώς, πήρα το αντίτυπο του βιβλίου και το αφιέρωσα στον εαυτό μου «Στον Αντώνη. Κουράγιο. Αντώνης» και έβαλα τη χρονολογία.
[Από συνέντευξη
του Α. Σαμαράκη το 1990]
Ζητείται
ελπίς. Απεγνωσμένα. Και όποιος τη βρει, ας τη διοχετεύσει και στους υπόλοιπους.
Ο Αντώνης Σαμαράκης, πάντως, αναζητούσε την ελπίδα από το 1954, οπότε και η
συλλογή διηγημάτων του αυτοεκδόθηκε (μάλιστα, πολύ καλά καταλάβατε, την εξέδωσε
ο ίδιος με δικά του χρήματα).
Το έργο συγκλονιστικό. Το είχα διαβάσει αρκετά χρόνια πριν και το έπιασα πάλι στα χέρια μου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πόσο καίριος, διαχρονικός και διορατικός συγγραφέας υπήρξε ο Αντώνης Σαμαράκης. Ηθική κρίση αξιών: τότε και τώρα. Οικονομική κρίση κοινωνίας: τότε και τώρα. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τότε, Ψυχρός οικονομικός Πόλεμος τώρα. Όλα τόσο παλιά μα και τόσο πρόσφατα. Τα λόγια του Σαμαράκη είναι σαν τα αναμμένα κάρβουνα: Μόλις βγαίνουν από τα έγκατα της φωτιάς, καίνε με τη λιτότητά τους, γρατζουνάνε με τη βαρύτητα της αλληγορίας τους.
Η συλλογή αποτελείται από 12 ιστορίες, οι περισσότερες των οποίων διακρίνονται από τέτοια εσωτερική ένταση, που φτάνουν στο βαθμό της συγκίνησης και της ψυχικής έκρηξης. Σαν να φωνάζει από μακριά μια φωνή: "Πού είναι η ελπίδα; Απαιτούμε δικαίωμα στην ελπίδα!" Τόπος εξέλιξης: η πόλη, το χωριό, ποτάμια, αυλές, σιδηροδρομικές γραμμές, στρατόπεδα. Ιστορίες διαφορετικές μα με έναν κοινό άξονα: το σπαραγμό για τη δικαίωση που δεν ήρθε ή για τη δικαίωση που όλοι εύχονται να έρθει.
Η
αριστουργηματική κορωνίδα της συλλογής. Ο Σαμαράκης δίνει ρεσιτάλ επίκλησης στο
συναίσθημα, αποδεικνύει το τεράστιο λογοτεχνικό του εκτόπισμα και συνοψίζει σε
ένα άκρως συγκινητικό διήγημα την κοινωνική δυστυχία, τον πόλεμο, την
μεταπολεμική ελπίδα και τη συνακόλουθη απογοήτευση, την κρίση αξιών.Το έργο συγκλονιστικό. Το είχα διαβάσει αρκετά χρόνια πριν και το έπιασα πάλι στα χέρια μου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πόσο καίριος, διαχρονικός και διορατικός συγγραφέας υπήρξε ο Αντώνης Σαμαράκης. Ηθική κρίση αξιών: τότε και τώρα. Οικονομική κρίση κοινωνίας: τότε και τώρα. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τότε, Ψυχρός οικονομικός Πόλεμος τώρα. Όλα τόσο παλιά μα και τόσο πρόσφατα. Τα λόγια του Σαμαράκη είναι σαν τα αναμμένα κάρβουνα: Μόλις βγαίνουν από τα έγκατα της φωτιάς, καίνε με τη λιτότητά τους, γρατζουνάνε με τη βαρύτητα της αλληγορίας τους.
Η συλλογή αποτελείται από 12 ιστορίες, οι περισσότερες των οποίων διακρίνονται από τέτοια εσωτερική ένταση, που φτάνουν στο βαθμό της συγκίνησης και της ψυχικής έκρηξης. Σαν να φωνάζει από μακριά μια φωνή: "Πού είναι η ελπίδα; Απαιτούμε δικαίωμα στην ελπίδα!" Τόπος εξέλιξης: η πόλη, το χωριό, ποτάμια, αυλές, σιδηροδρομικές γραμμές, στρατόπεδα. Ιστορίες διαφορετικές μα με έναν κοινό άξονα: το σπαραγμό για τη δικαίωση που δεν ήρθε ή για τη δικαίωση που όλοι εύχονται να έρθει.
Η ιστορία αυτή είναι γεμάτη από αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Σαμαράκης έχει συμμετάσχει στον πόλεμο, τον έχει ζήσει, έχει σωθεί τελευταία στιγμή απ' το εκτελεστικό απόσπασμα. Έχει ζήσει την εξαθλίωση του τόπου, την οικονομική ύφεση και την ηθική κρίση των πολιτών του.
Ο ήρωας, λοιπόν, υπήρξε στρατιώτης και συγγραφέας. Μια μέρα σε ένα καφενείο αρχίζει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες βλέποντας τα νέα και παρατηρώντας τη γέννηση κι άλλων πολέμων να ξεπηδά από τα πρωτοσέλιδά τους. Μέσα στην απογοήτευση αναρωτιέται για ποιο λόγο πολεμούσε όλο αυτόν τον καιρό. Πολεμούσε για ένα καλύτερο αύριο... Όταν, όμως, αυτό το αύριο έγινε χθες και πάλι τίποτα δεν είχε κατορθωθεί. Πάλι πόλεμοι, πάλι υποκριτικές εξαγγελίες. Τα ίδια και τα ίδια. Μόχθησε για το κάτι και κατάφερε το τίποτα. Μέχρι που, βλέποντας πώς εξελίχθηκε η υπάρχουσα κατάσταση αποφάσισε να μην ελπίζει τίποτα πια, διότι δεν θα είχε άλλα ψυχικά αποθέματα. Σε μια θεσπέσια περιγραφή γράφει ότι "του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: "Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!". Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους."
Ο Σαμαράκης περιγράφει με έναν εντυπωσιακά αριστοτεχνικό τρόπο την πλήρη εσωτερική απογύμνωση. Σαν το ανήλικο παιδί που ντρέπεται να πει στους γονείς τους ότι έκανε ζημιά μην το μαλώσουν, έτσι κι εδώ ντρέπεται κι εκείνος να πει ότι δεν έχει ελπίδα, αλλά (ευτυχώς) μόνο για λίγο. Η ένταση τον κατατρώει. Δεν μπορεί άλλο να μείνει σιωπηλός και να μη βροντοφωνάξει ότι ζητείται ελπίς. Πιο κάτω μάλιστα σημειώνει το διαχρονικό στιγματισμό των πνευματικών ανθρώπων από την κοινή γνώμη. Για ποιο λόγο πρέπει να ανήκει κανείς στην τάδε ή στη δείνα κομματική απόχρωση; Ο συγγραφέας ξεχωρίζει κάτι πολύ σημαντικό: την προαιρετική κομματικοποίηση από την υποχρεωτική κατ' Αριστοτέλη πολιτικοποίηση. Αναφέρει χαρακτηριστικά: "Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία... Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε και τώρα δεν έχει ελπίδα και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα 'χουν ελπίδα, σκέφθηκε. Δεν μπορεί παρά να 'χουν."
Ακούτε εσείς οι πολιτευτές μας; Δε ζητούμε τίποτε
παράλογο ή ουτοπικό, παρά την ελευθερία να ελπίζουμε, ώστε να ζούμε.
Ανεξαρτήτως κόμματος, φυλής, φύλου ή θρησκείας.
Ζητείται ελπίς. Άμεσα. Απεγνωσμένα. Επειγόντως.
http://kostasleimonis.blogspot.gr/2014/10/blog-post.html
http://kostasleimonis.blogspot.gr/2014/10/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου