Τα παιδιά του Φθινοπώρου
Τη μέρα που
γεννήθηκε ο Σεπτέμβρης
στη χώρα του παππού του, του Χρόνου, μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν κυνηγητό στη γειτονιά.
στη χώρα του παππού του, του Χρόνου, μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν κυνηγητό στη γειτονιά.
«Να πάω κι εγώ
να παίξω μαζί τους;»
ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.
ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.
Το Φθινόπωρο,
που ήταν ζωγράφος, είχε πολύ δουλειά
και λίγη όρεξη για κουβέντες.
Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα.
Εβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα,
χρυσαφένια σταφύλια στ’ αμπέλια
και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.
και λίγη όρεξη για κουβέντες.
Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα.
Εβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα,
χρυσαφένια σταφύλια στ’ αμπέλια
και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.
«Να ρωτήσεις
καλύτερα τη μητέρα σου» αποκρίθηκε.
΄Ετσι ο
Σεπτέμβρης ρώτησε τη Βροχή.
«Κυνηγητό;»
ξαφνιάστηκε κείνη.
«Μα μόλις γεννήθηκες, δεν μπορείς!»
«Μα μόλις γεννήθηκες, δεν μπορείς!»
«Μπορώ!» της
αντιμίλησε ο γιος της.
Αφού είμαι μήνας, τρέχω από την πρώτη μου μέρα.»
Αφού είμαι μήνας, τρέχω από την πρώτη μου μέρα.»
«΄Ασ’ τον να
παίξει με τα συννεφάκια!»
μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος.
«Καιρός του είναι.»
μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος.
«Καιρός του είναι.»
΄Ετσι ο
Σεπτέμβρης άρχισε να παίζει
ολημερίς κυνηγητό με τους καινούριους του φίλους.
ολημερίς κυνηγητό με τους καινούριους του φίλους.
Ένα πρωί όμως
τα συννεφάκια πέρασαν
εμπρός από το σπίτι του βιαστικά,
ντυμένα με γκρίζες ποδιές και κρατώντας το καθένα μια σάκα γεμάτη νερό.
εμπρός από το σπίτι του βιαστικά,
ντυμένα με γκρίζες ποδιές και κρατώντας το καθένα μια σάκα γεμάτη νερό.
«Ε, συννεφάκια!
Για πού το βάλατε;»
ρώτησε ο Σεπτέμβρης. «Δε θα παίξουμε σήμερα;»
ρώτησε ο Σεπτέμβρης. «Δε θα παίξουμε σήμερα;»
«Δεν μπορούμε!»
είπαν μ’ ένα στόμα τα συννεφάκια.
«Από σήμερα θα
πηγαίνουμε κάθε μέρα σχολείο.
Και συνέχισαν ο
δρόμο τους βιαστικά.
«Να πάω κι εγώ
στο σχολείο μαζί τους;»
ρώτησε ο Σεπτέμβρης τη μάνα του.
ρώτησε ο Σεπτέμβρης τη μάνα του.
Η κυρα-Βροχή
ετοιμαζόταν να κατέβει
στη γη να ποτίσει τους αγρούς και τους κήπους,
να καταβρέξει τους δρόμους και να πλύνει τις πόλεις.
Είχε φούριες λοιπόν και λίγο κέφι για λόγια.
στη γη να ποτίσει τους αγρούς και τους κήπους,
να καταβρέξει τους δρόμους και να πλύνει τις πόλεις.
Είχε φούριες λοιπόν και λίγο κέφι για λόγια.
«Δε ρωτάς
καλύτερα τον πατέρα σου;» είπε.
΄Ετσι ο
Σεπτέμβρης ρώτησε το Φθινόπωρο,
που ζωγράφιζε ακόμα.
που ζωγράφιζε ακόμα.
«Σχολείο;»
απόρησε του λόγου του.
«Μα δεν είσαι παρά δέκα ήμερών.
«Μα δεν είσαι παρά δέκα ήμερών.
Τα συννεφάκια
ίσως έχουν
προχωρήσει πολύ περισσότερο.»
προχωρήσει πολύ περισσότερο.»
«Και τι σημασία
έχει;» γκρίνιαξε ο γιος του.
«΄Ενας μήνας δέκα ημερών δεν έχει προχωρήσει και λίγο.
Αν ήμουν εννιά, θα καθόμουν στο σπίτι να τεμπελιάζω.»
«΄Ενας μήνας δέκα ημερών δεν έχει προχωρήσει και λίγο.
Αν ήμουν εννιά, θα καθόμουν στο σπίτι να τεμπελιάζω.»
«΄Ασ’ τον να
πάει σχολείο!»
μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος. «Καιρός είναι.»
‘Ετσι ο Σεπτέμβρης έτρεξε γρήγορα, πρόφτασε τα συννεφάκια και πήγε μαζί τους στο σχολείο της Συννεφιάς…
μπήκε στη μέση ο παππούς ο Χρόνος. «Καιρός είναι.»
‘Ετσι ο Σεπτέμβρης έτρεξε γρήγορα, πρόφτασε τα συννεφάκια και πήγε μαζί τους στο σχολείο της Συννεφιάς…
(Απόσπασμα από
το βιβλίο της Λότυς Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου,
«Τα παιδιά του Φθινόπωρου» -
«Τα παιδιά του Φθινόπωρου» -
Πόθος
Βαθὺ χινόπωρο
γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
ΒΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ - Κική
Δημουλά
Εγώ, όταν μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβριος έλεγε ο Αύγουστος.
Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
– καθώς δοκιμαστής κρασιών-,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα
Εγώ, όταν μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβριος έλεγε ο Αύγουστος.
Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
– καθώς δοκιμαστής κρασιών-,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου